Η οικογένεια Καβάφη
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Απριλίου 1863. Η ημερομηνία άλλαξε σε 29 Απριλίου, όταν τέθηκε σε ισχύ το νέο ημερολόγιο, και αυτή αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησης του ποιητή. Εκτός των άλλων, συμπίπτει με την 29η Απριλίου 1933, ημέρα θανάτου του, δημιουργώντας έτσι μιαν αξιοσημείωτη ληξιαρχική σύμπτωση. Κατά τον 19ο και έως τα μέσα του 20ου αιώνα ευημερούσαν σε πολλές αιγυπτιακές πόλεις ελληνικές παροικίες· η πολυπληθέστερη ήταν εκείνη της Αλεξάνδρειας. Οι γονείς του ποιητή, ο Πέτρος-Ιωάννης Καβάφης και η Χαρίκλεια, το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη, είχαν αποκτήσει συνολικώς εννέα παιδιά, δύο εκ των οποίων πέθαναν σε νηπιακή ηλικία – το ένα εξ αυτών ήταν και το μοναδικό κορίτσι. Ο Κωνσταντίνος ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί. Ο Πέτρος-Ιωάννης Καβάφης διατηρούσε ακμαίο εμπορικό οίκο υπό την επωνυμία «Καβάφης & Σία», στον οποίον συμμετείχε και ο εγκατεστημένος στο Λονδίνο αδερφός του Γεώργιος. Εμπορεύονταν σιτάρι και βαμβάκι.
Τα χρόνια στην Αγγλία
Η οικονομική ευημερία της οικογένειας δεν θα διατηρηθεί επί μακρό χρονικό διάστημα. Ο πρόωρος θάνατος του Πέτρου-Ιωάννη το 1870 υποχρέωσε την Χαρίκλεια να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια και να ζητήσει στήριξη, για την ίδια και για τα παιδιά της, στον αδερφό του συζύγου της στην Αγγλία. Διέμειναν αρχικώς στο Λίβερπουλ και αργότερα στο Λονδίνο. Για την περίπου πενταετή παραμονή του ποιητή στην Αγγλία (1872-1877) δεν διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες. Είναι ευνόητο πως θα παρακολούθησε σχολικά μαθήματα και θα έμαθε την αγγλική γλώσσα. Το 1877 η Χαρίκλεια και τα παιδιά της επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Κωνσταντίνος θα εγγραφεί στο Λύκειον «Ερμής» του Κωνσταντίνου Α. Παπαζή, και θα αποκτήσει φίλους συμμαθητές, μεταξύ των οποίων ο Μικές Ράλλης και ο Στέφανος Σκυλίτσης. Και οι δύο πέθαναν σε νεανική ηλικία. Με αφορμή τον θάνατο του Στέφανου Σκυλίτση, ο Κωνσταντίνος συνέθεσε ένα από τα πρώτα του ποιήματα («Τω Στεφάνω Σκυλίτση», 1886), ενώ για την αρρώστια και τις τελευταίες ημέρες του Μικέ Ράλλη έχει τηρήσει ένα είδος ημερολογιακού χρονικού (1889).
Μετάβαση στην Κωνσταντινούπολη
Το 1882 εκδηλώθηκε εθνική εξέγερση στην Αίγυπτο, ακολούθησαν βιαιοπραγίες, επενέβη ο αγγλικός στόλος, βομβαρδίστηκε η Αλεξάνδρεια και οι ξένοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη. Ανάμεσά τους και η Χαρίκλεια που αυτή τη φορά σπεύδει προς το πατρικό της σπίτι στην Κωνσταντινούπολη. Το ταξίδι αυτό έχει περιγραφεί από τον ποιητή με τη μορφή ημερολογίου στην αγγλική γλώσσα, υπό τον τίτλο «Constantinopoliad –an epic». Για την τριετή παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη διαθέτουμε ασαφείς πληροφορίες. Την ίδια εποχή γράφει τα πρώτα του στιχουργήματα σε ελληνική και αγγλική γλώσσα, καθώς και πεζά εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα. Περί τα τέλη του 1885 η οικογένεια επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, και ο Κωνσταντίνος απασχολείται σε διάφορες, εργασίες. Κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια θα συμβούν διαδοχικοί θάνατοι μελών της οικογένειας. Το 1891 πεθαίνει ο αδερφός του (συνώνυμος του πατέρα Καβάφη) Πέτρος-Ιωάννης, το 1899 η μητέρα Χαρίκλεια, και τα αδέρφια του Γεώργιος (1900), Αριστείδης (1902), Αλέξανδρος (1905). Κατά τη δεκαετία του 1920 θα πεθάνουν και οι άλλοι δύο αδελφοί του, ο Παύλος (1920) και ο Τζων (1923). Έτσι, ο ποιητής παραμένει ο τελευταίος επιζών ολόκληρης της οικογένειας. Σταθερή εργασία απέκτησε το 1892, όταν προσελήφθη στην ελεγχόμενη από τους Άγγλους Υπηρεσία Αρδεύσεων όπου θα εργαστεί επί τριάντα χρόνια. Από το 1908 και έως το τέλος της ζωής του θα διαμένει πλέον μόνος στο διαμέρισμα της τότε οδού Λέψιους 10, η οποία τον Οκτώβριο του 1964 μετονομάστηκε Sharm el Sheikhj και προ ετών μετονομάστηκε σε οδό Καβάφη.
Ταξίδια στην Αθήνα
Στη διάρκεια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια ελάχιστες είναι οι μετακινήσεις του, τόσο στο εσωτερικό της Αιγύπτου (Κάιρο) όσο και στο εξωτερικό. Το 1897 πραγματοποίησε με τον αδερφό του Τζων ένα δίμηνο ταξίδι στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το καλοκαίρι του 1901 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, μαζί με τον αδερφό του Αλέξανδρο, ταξίδι για το οποίο τήρησε ημερολόγιο σε αγγλική γλώσσα, με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για όσα είδε, καθώς και για τα πρόσωπα που συνάντησε, όπως π.χ. τον Κίμωνα Μιχαηλίδη, εκδότη του περιοδικού Παναθήναια, τον ποιητή Ιωάννη Πολέμη, τον ζωγράφο Γεώργιο Ροϊλό, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Στη συνέχεια θα ανταλλάξει επιστολές με τον Ξενόπουλο ο οποίος θα δημοσιεύσει το 1903 στα Παναθήναια το ιστορικής σημασίας άρθρο του «Ένας ποιητής». Πρόκειται για την πρώτη εκτενή μελέτη που γράφτηκε για την ποίηση του Καβάφη στην Αθήνα. Στην ελληνική πρωτεύουσα θα επανέλθει ο ποιητής το 1905, προκειμένου να επισκεφτεί τον νοσηλευόμενο σε νοσοκομείο αδερφό του Αλέξανδρο, ο οποίος θα πεθάνει τελικώς την ίδια χρονιά. Το τελευταίο αθηναϊκό ταξίδι του Καβάφη θα πραγματοποιηθεί το 1932 για λόγους υγείας.
Ο «θρύλος» της οδού Λέψιους
Το διαμέρισμά του στον δεύτερο όροφο της τότε οδού Λέψιους θα αποτελέσει με τον καιρό τον συνήθη τόπο συνάντησής του με λογίους της Αλεξάνδρειας, αλλά και με επισκέπτες του από την Ελλάδα. Η ασυνήθης εκδοτική τακτική του, κάποιες ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του, όπως τις κατέγραφαν όσοι τον είχαν συναναστραφεί, και οι πάντα αιχμηρές αναφορές του σε πρόσωπα λογοτεχνών και σε βιβλία άρχισαν να δημιουργούν μιαν αχλύ θρύλου γύρω από το άτομό του. Η δημόσια εικόνα του απέκτησε έντονα (κάποτε και παραμορφωτικά) χαρακτηριστικά από τις περιγραφές γνωστών συγγραφέων και ποιητών, Ελλήνων και ξένων, που τον επισκέφτηκαν, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, η Μυρτιώτισσα, ο Κώστας Ουράνης, ο φουτουριστής Filippo Tommaso Marinetti, ο E. M. Forster και άλλοι φίλοι (κάποτε και εχθροί) του έργου του κατέγραψαν τις συζητήσεις τους με τον Καβάφη και τις μετέδιδαν προφορικώς ή γραπτώς. Από αναμεταδόσεις ιδιωτικών συνομιλιών αυτού του τύπου, καθώς και από αποσπάσματα συναφών συνεντεύξεων, προέκυψε και η δημόσια ανταλλαγή εκατέρωθεν αρνητικών σχολίων μεταξύ Κωστή Παλαμά και Καβάφη, σε μια εποχή κατά την οποία η καβαφική ποίηση είχε αρχίσει να κλονίζει την παντοκρατορία του Παλαμά. Η αναγνώριση της αξίας του Αλεξανδρινού συνοδευόταν συχνά από παρωδίες (κάποτε και κακοήθεις) που στόχευαν στον άνθρωπο Καβάφη ή σε συγκεκριμένα ποιήματά του, τάση που μετά τον θάνατο του ποιητή επεκτάθηκε ως παρωδιακή διακωμώδηση κάθε είδους θεμάτων, επιβεβαιώνοντας έτσι την ακμαία και διαρκή διείσδυση των στίχων του στην καθημερινή ζωή μέχρι και σήμερα.
To πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον της Αλεξάνδρειας
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, παράλληλα με τις εμπορικές και οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων της Αιγύπτου, είχε αναπτυχθεί στην Αλεξάνδρεια και στο Κάιρο αξιόλογη πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση, με κύρια έκφραση τις διαδοχικές εκδόσεις κάθε είδους εντύπων, βιβλίων (ακόμη και Αθηναίων συγγραφέων), σατιρικών ημερολογίων και λογοτεχνικών περιοδικών (Σεράπιον, Γράμματα, Νέα Ζωή, Προπύλαια, Παναιγύπτια, Αργώ, Φοίνικας), τα οποία απέκτησαν με τον καιρό πανελλήνια ακτινοβολία. Ποιήματα του Καβάφη, καθώς και μελέτες ή σχόλια για το έργο του, όχι πάντοτε θετικά και καλοπροαίρετα, θα συναντήσουμε σε όλα τα περιοδικά. Η ιδιομορφία της ποίησής του, οι ιδιορρυθμίες του χαρακτήρα του και η μονήρης ζωή του στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς τηλέφωνο συνιστούσαν μιαν εξαιρετική περίπτωση που παρέκκλινε από τα συνήθη πρότυπα. Με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς η ποίηση του άρχισε να εξαπλώνεται τόσο στις παροικίες της Αιγύπτου όσο και στον κυρίως ελληνικό χώρο και να αποκτά πιστούς θαυμαστές, αλλά και φανατικούς πολέμιους.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις
Το 1886 δημοσιεύονται τα πρώτα του κείμενα. Πρόκειται για το πεζό «Το Κοράλλιον υπό μυθολογικήν έποψιν» στην εφ. Κωνσταντινούπολις, και το ποίημα «Βακχικόν» στο περ. Έσπερος Λειψίας. Και τα δύο, όπως και αρκετά άλλα ποιήματα και πεζά των πρώτων χρόνων του, τα υπέγραφε ως Κωνσταντίνος Φ. Καβάφης και αργότερα τα αποκήρυξε σιωπηρώς. Κάποτε υποστηρίχτηκε η άποψη πως το ενδιάμεσο Φ της υπογραφής του δήλωνε ένα δεύτερο βαφτιστικό (Φώτιος), άποψη που απορρίπτεται από την επίσημη πράξη βαπτίσεώς του, η οποία αναφέρει ένα και μόνον μικρό όνομα. Το πιθανότερο είναι πως αποτελούσε ένδειξη σεβασμού και φόρο τιμής προς το πρόσωπο τού από μητρός πάππου του Γεωργάκη Φωτιάδη. Του λοιπού και μέχρι το τέλος της ζωής του δημοσιεύει πεζά και ποιήματα σε εφημερίδες, ετήσια ημερολόγια και περιοδικά της Αλεξάνδρειας, της Λειψίας, της Κωνσταντινούπολης, του Καΐρου και της Αθήνας, χωρίς να εκδώσει ποτέ βιβλίο. Σε αρκετά από τα έντυπα αυτά εντοπίστηκαν απαντήσεις των περιοδικών προς τον ποιητή για την τύχη ποιημάτων που κατά καιρούς υπέβαλλε προς δημοσίευση, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια της δημόσιας παρουσίας του.
Η καβαφική εκδοτική πρακτική
Η ιδιόρρυθμη εκδοτική τακτική που ακολούθησε ισοβίως τοποθετείται για πρώτη φορά το 1892, όταν τύπωσε αυτοτελώς σε μονόφυλλο το ποίημα «Κτίσται», για να ακολουθήσουν τα τετρασέλιδα: «Τείχη/My Walls» (δίγλωσση έκδοση, 1897), «Δέησις» (1898), «Τα Δάκρυα των Αδελφών του Φαέθοντος» και «Ο Θάνατος του Αυτοκράτορος Τακίτου», υπό τον κοινό τίτλο «Αρχαίαι Ημέραι» (1898) και, τέλος, το ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους» σε οκτασέλιδο (1904). Μετά από τα φυλλάδια αυτά, συγκέντρωνε ανάτυπα των στίχων του από διάφορα περιοδικά (ή τύπωνε αυτοτελώς μεμονωμένα ποιήματα) και συγκροτούσε δέσμες ποιημάτων, τις οποίες η έρευνα κατέταξε αναδρομικώς σε δύο κατηγορίες: στα δύο «τεύχη» (1904 και 1910) και στις «συλλογές», δέκα τον αριθμό, που περιέλαβαν ποιήματα των ετών 1910-1932. Αυτά τα οιονεί βιβλία δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, αλλά ο ίδιος ο ποιητής τα έστελνε ή τα χάριζε σε φίλους και θαυμαστές του έργου του, τηρώντας σχολαστικούς καταλόγους διανομής. Η καινοφανής αυτή εκδοτική τακτική καθιστούσε την εξίσου καινοφανή ποίησή του δυσεύρετη και περιζήτητη. Η συνολική ποιητική παραγωγή του έχει ταξινομηθεί εκ των υστέρων από τον Γ. Π. Σαββίδη σε τέσσερις κατηγορίες: τα 154 ποιήματα του «κανόνα», όσα δηλαδή δημοσίευσε ο ίδιος ο Καβάφης και τα περιέλαβε στα δύο «τεύχη» και τις δέκα «συλλογές»· τα «Αποκηρυγμένα» της πρώτης περιόδου του· τα «Κρυμμένα» (αρχικώς είχαν ονομαστεί «Ανέκδοτα») που δεν δημοσιεύτηκαν μέχρι τον θάνατό του και τα «Ατελή», ανολοκλήρωτα σχεδιάσματα ποιημάτων.
Νέα Τέχνη και Αλεξανδρινή Τέχνη
Ήδη κατά τη δεκαετία του 1920 πολλοί νέοι της εποχής στην Αθήνα είχαν στρέψει την προσοχή τους προς την ποίηση του Καβάφη, επικοινωνούσαν μαζί του ζητώντας να αποκτήσουν τις συλλογές των μονοφύλλων του ή έγραφαν μελέτες για το έργο του. Ένα πρώτο δημόσιο και επίσημο δείγμα της αθηναϊκής αποδοχής του υπήρξε το μάλλον συμπιληματικό αφιέρωμα του περιοδικού
Νέα Τέχνη (1924), στο οποίο πληθώρα λογοτεχνών εξέφρασαν τις κατά κανόνα θετικές απόψεις τους για τον τιμώμενο.
Το αφιέρωμα αποτέλεσε δημιούργημα του Μάριου Βαϊάνου ο οποίος αλληλογραφούσε με τον ποιητή χωρίς να έχουν ποτέ συναντηθεί, και είχε αναλάβει αυτοβούλως τον ρόλο καβαφικού πράκτορα στην Αθήνα, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στην επικοινωνία και την επαφή των Αθηναίων λογίων με τον Αλεξανδρινό. Το 1926, η δικτατορική κυβέρνηση του Πάγκαλου απένειμε στον ποιητή το παράσημο του Φοίνικος, μοναδική διάκριση που αξιώθηκε όσο ζούσε. Τον ίδιο χρόνο, όταν πλέον τα αξιόλογα αλεξανδρινά περιοδικά είχαν διακόψει την έκδοσή τους, κυκλοφόρησε στην Αλεξάνδρεια ένα νέο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό έντυπο η Αλεξανδρινή Τέχνη (1926-1932), το οποίο όχι μόνον διευθυνόταν αφανώς, αλλά και στηριζόταν οικονομικώς από τον Καβάφη, προκειμένου να προβάλλεται το έργο του και να αναιρούνται οι τυχόν εναντίον του αντιδράσεις και επιθέσεις. Είναι βέβαιο πως πολλά από τα ανυπόγραφα σχόλια στο περιοδικό αυτό είναι γραμμένα διά χειρός Καβάφη. Στις σελίδες της Αλεξανδρινής Τέχνης μνημονεύονται λεπτομερώς όλα τα θετικά για τον ποιητή δημοσιεύματα ποικίλων άλλων εντύπων, ελληνικών και ξένων, και ανασκευάζονται τα τυχόν επιθετικά εναντίον του σχόλια. Στη σχετική ειδησεογραφία αναφέρονται και σποραδικές, μεμονωμένες μεταφράσεις ποιημάτων του σε ξένες γλώσσες.
Μεταφράσεις
Τις πρώτες μεταφράσεις καβαφικών ποιημάτων στην αγγλική γλώσσα αποπειράθηκαν πολύ νωρίς ο Τζων Καβάφης, αδελφός του ποιητή (σ’ αυτόν ανήκει η μετάφραση του δίγλωσσου τετρασέλιδου «Τείχη/My Walls», 1897), και ο αγγλοτραφής Γεώργιος Βαλασόπουλος ο οποίος απέδωσε στα αγγλικά ορισμένα καβαφικά ποιήματα που περιέλαβε ο E. M. Forster στα βιβλία του για την Αλεξάνδρεια και δημοσίευσε ο T. S. Eliot στο περιοδικό του Criterion. Έως τον θάνατο του Καβάφη λιγοστές και δειγματοληπτικές είναι οι μεταφράσεις ποιημάτων του σε ευρωπαϊκές γλώσσες· συχνά περιλαμβάνονται σε ξενόγλωσσες ανθολογίες νεοελληνικής ποίησης. Πραγματική μεταφραστική έκρηξη σημειώθηκε μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και εξακολουθεί ως τις μέρες μας με νέες, ανανεωμένες εκδόσεις, ακόμη και σε γλώσσες που ήδη διαθέτουν παλαιότερες μεταφραστικές απόπειρες.
Το τελευταίο ταξίδι στην Αθήνα
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο ποιητής αισθανόταν ενοχλήσεις στον λάρυγγα. «Αυτό ήταν που τον έκανε να κόβει τα τσιγάρα στη μέση, να σωπαίνει όλο και περισσότερο στις συναναστροφές, να καταλαμβάνεται από μια ξαφνική μελαγχολία», όπως γράφει ο Στρατής Τσίρκας. Διαγιγνώσκεται με καρκίνο του λάρυγγα και οι γιατροί συνιστούν να μεταβεί στην Αθήνα, όπου έρχεται συνοδευόμενος από το ζεύγος των κληρονόμων του, τον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου. Η παρουσία του στην ελληνική πρωτεύουσα γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα στον αθηναϊκό Τύπο. Θα παραμείνει επί τετράμηνο (Ιούλιος-Οκτώβριος 1932), θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού και θα υποστεί τραχειοτομία, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά τη φωνή και την ομιλία του. Με όσους τον επισκέπτονται στο νοσοκομείο επικοινωνεί με σύντομα γραπτά σημειώματα. Σε αυτό το ύστατο ταξίδι του στην Αθήνα θα γνωρίσει από κοντά πολλούς Αθηναίους συγγραφείς οι οποίοι θα καταγράψουν λεπτομερώς τις όχι πάντα θετικές εντυπώσεις τους. Πριν αναχωρήσει για την Αλεξάνδρεια, θα τον δεξιωθεί το ζεύγος Κώστα και Ελένης Ουράνη και, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, ο συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος θα εκτελέσει στο πιάνο το έργο του 10 Inventions, πάνω σε δέκα καβαφικά ποιήματα.
Το τέλος και η παγκόσμια αναγνώριση
Περί τα τέλη του 1932, και ενώ ο ποιητής έχει επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια, κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα το καβαφικό αφιέρωμα του περιοδικού
Ο Κύκλος. Εντωμεταξύ, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Τον Απρίλιο του 1933 εισάγεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας, όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 29 Απριλίου, και θα ταφεί στον οικογενειακό τάφο των Καβάφηδων στο ελληνικό κοιμητήριο του Σιάτμπι. Στην απέριττη επιτύμβια πλάκα αναγράφεται:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ / ΠΟΙΗΤΗΣ / ΘΑΝΩΝ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ 29ην / ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1933.
Σύμφωνα με την κριτική, ο Καβάφης άρχισε το ποιητικό του στάδιο με ρομαντικές επιρροές, πέρασε διαδοχικά από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, για να καταλήξει, στην ωριμότερη και διαρκέστερη φάση του έργου του, στον ποιητικό ρεαλισμό. Η ειρωνική γλώσσα του είναι άμεση και δραστική, μακριά από αγκυλώσεις του δημοτικισμού, η ερωτική θεματολογία του απροκάλυπτη, η μέσω της Ιστορίας ανταπόκρισή του προς τα σύγχρονα γεγονότα σταθερώς ανιχνεύσιμη. Με ισόβια και αταλάντευτη αφοσίωση στην Τέχνη της Ποιήσεως, μίλησε για τον έρωτα και τον θάνατο, για τη βία και τη μέθη της εξουσίας, για τον πολιτικό οπορτουνισμό και τη διάψευση των μεγάλων ιδανικών. Σήμερα αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ένας από τους μείζονες ποιητές του 20ου αιώνα.